- μητρομανία
- η (Α μητρομανία)παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο-μανία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητρομανίας — μητρομανίᾱς , μητρομανία hysteria fem acc pl μητρομανίᾱς , μητρομανία hysteria fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρομανής — ές (για γυναίκα) αυτή που πάσχει από μητρομανία, νυμφομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μητρομανία, κατά τα σύνθ. σε μανής (πρβλ. ερωτο μανής, μυθο μανής, πυρο μανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
νυμφομανία — Υπερβολική και νοσηρή έξαρση της γενετήσιας επιθυμίας, γυναικών ή θηλυκών ζώων, που χαρακτηρίζεται από συνεχή και ακατανίκητη ανάγκη συνουσίας. Η ν. παρατηρείται περισσότερο στα ζώα και κυρίως στις φοράδες, τις αγελάδες, τις γάτες και λιγότερο… … Dictionary of Greek
υστερομανία — η, Ν μητρομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. μητρο μανία] … Dictionary of Greek